φαρυγγοαμυγδαλοτόμο

φαρυγγοαμυγδαλοτόμο
το, και φαρυγγοαμυγδαλοτόμος, ο, Ν
ιατρ. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση τών αμυγδαλών τού φάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυγγας + αμυγδαλή + -τόμο / -τόμος (< τέμνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”